Εδώ είναι ο Παράδεισος

Postuar në 30 Prill, 2023 15:08

Κατά τα πρώτα χρόνια της μετακίνησής τους, οι Αλβανοί συμπολίτες μας, χρειάστηκε να αποσιωπήσουν πολλές φορές κομμάτια της ύπαρξής τους, προκειμένου να κερδίσουν τη νέα τους ζωή.

***

Για το Respublica: Ελεάνα Ζιάκου

H Χριστίνα Φραγκεσκάκη, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Πιάνεις χώμα» (στα Αλβανικά έχει αποδοθεί με τον τίτλο «Εδώ είναι ο παράδεισος»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αλβανία από τις Εκδόσεις Μediaprint, είναι η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας που διαμορφώνει την αφήγησή της πάνω στο δράμα μιας αλβανικής οικογένειας στη Ρόδο. Με αφορμή την αλβανική έκδοση, η συνέντευξη με τη Χριστίνα ρίχνει φως όχι μόνο στα αρχικά ερεθίσματα της συγγραφέα που την ώθησαν στη συγγραφή του βιβλίου, αλλά και στη γνώμη της για τη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, τις κοινωνικές και πολιτιστικές συγγένειές τους, καθώς και τις θετικές αλλαγές σχετικά με τη εικόνα του μετανάστη στην ελληνική κοινωνία. Εκείνη μου αναφέρει ελαφρώς διστακτικά ότι ίσως να μοιάζει εξιδανικευμένη η εικόνα της για τους Αλβανούς μετανάστες, όπως την εκθέτει σε αυτήν εδώ τη συνέντευξη, είναι όμως το αποτέλεσμα της άμεσης εμπειρίας της με τους Αλβανούς μαθητές και τις οικογένειές τους,  στην Ελλάδα.

Το βιβλίο σας «Πιάνεις χώμα», μιλάει για μια αλβανική οικογένεια μεταναστών στη Ρόδο, που εγκαταστάθηκε στο νησί μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Αλβανία και τα γεγονότα που επακολούθησαν. Η επιλογή του αφηγηματικού χρόνου καθορίστηκε κατά κάποιον τρόπο από την έλευση του δεύτερου μαζικού κύματος Αλβανών στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ή είναι αποτέλεσμα μιας πρωτύτερης συγγραφικής ιδέας; Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή του βιβλίου;

Η ιδέα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου γεννήθηκε με την έλευση του πρώτου μεταναστευτικού κύματος. Είχαν αρχίσει να έρχονται στο σχολείο και οι Αλβανοί μαθητές μας. Ελάχιστοι ακόμα, αλλά ήταν εκεί. Μόλις είχαμε μπει στη δεκαετία του `90.  Στη συνέχεια, μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Αλβανία, το δεύτερο μαζικό κύμα με όλα τα χαρακτηριστικά του μου έδωσε την αποφασιστική ώθηση. Άρχισα να το γράφω. Κάποια στιγμή βρέθηκα σε αμηχανία. Τι ήθελα ακριβώς    να πω;  Ποιος ήταν ο πυρήνας μου; Άφησα το κείμενο σε μιαν άκρη. Ο θάνατος του πατέρα μου το 2000 έδωσε τη λύση. Όταν ξανάπιασα, πολύ αργότερα την ιστορία, όλα φωτίστηκαν αλλιώς. Είχαν περάσει τα χρόνια πια και για τους ήρωές μου.  Η έξοδος, το τέλος ήταν στα χέρια μου. Και ήταν δίπλα μου. Έτσι λοιπόν το «Πιάνεις χώμα», γράφτηκε και ξαναγράφτηκε. Το σκεφτόμουν, το έχτιζα, το άφηνα πολύ καιρό, το διόρθωνα και το ξανάγραφα σχεδόν είκοσι χρόνια.

Ο θάνατος του πατέρα σας έδωσε τη λύση στη λογοτεχνική συνέχεια της αρχικής ιστορίας σας. Η τοποθέτηση του λογοτεχνικού πατέρα στο τέλος του βιβλίου επισφραγίζει την επιτέλεση του πένθους σας;

Ο θάνατος του δικού μου πατέρα μου έδειξε τη βαρύτητα του λογοτεχνικού πατέρα στην εξέλιξη της ιστορίας και στη λύση του οικογενειακού δράματος. Κι ακόμα το πένθος και τα τελετουργικά του, όπως τα βίωσα εγώ, πέρασαν και στο έργο κάνοντας  το ανοίκειο οικείο και για τους ήρωές μου.

Ο πατέρας που έρχεται να τους συναντήσει στο τέλος του πρώτου χρόνου, αντιστέκεται στη νέα συνθήκη παγιδευμένος στη νοσταλγία, αδυνατώντας να αποχωριστεί όλα όσα αποτελούν γι` αυτόν το «πριν», παραμένοντας ανήσυχος και ξένος. Ο θάνατός του, οι διαβατήριες τελετές που θα ακολουθήσουν, γίνονται ο δρόμος που θα διαβούν για να βρουν εκείνο που θέλουν πιο πολύ: Κάπου να σταθούν. Να ενσωματωθούν. Εδώ, η  ενσωμάτωση πραγματώνεται απολύτως. Είναι η ιστορία πολλών μεταναστών. Έδωσαν το σώμα τους κυριολεκτικά για να μην είναι οι «άλλοι».

Η επιλογή της γενέτειράς σας ως τόπος δράσης των ηρώων σας, οφείλεται στην επαφή σας με Αλβανούς μετανάστες της Ρόδου που συνέβη να γνωρίσετε;

Το καλοκαίρι του `92, στη Ρόδο, απέναντι από το πατρικό μου, εγκαταστάθηκε μια μικρή οικογένεια από την Αλβανία. Η μητέρα που στον τόπο της ήταν καθηγήτρια- μου το είπε με θαυμασμό ο πατέρας μου υπονοώντας πως τώρα έχει μπει σε έναν ζωτικό συμβιβασμό- κι εδώ ερχόταν κατάκοπη αργά το απόγευμα από το ξενοδοχείο που εργαζόταν,  ο μεγάλος γιος που όλη την ημέρα γύριζε την πόλη με ένα «παπάκι», κι ο μικρός που τους περίμενε στην αυλή έχοντας συντροφιά του ένα ποδήλατο.  Μια μέρα του καλοκαιριού είδα εκεί και τον πατέρα της οικογένειας. Φορούσε συνεχώς το μαύρο του κουστούμι και είχε μόνιμα ένα ραδιοφωνάκι στο αυτί να ακούει τα νέα από την πατρίδα. Η εικόνα αυτή με όλες τις συνδηλώσεις της έγινε το κέντρο της ιστορίας μου. Πάνω της έχτισα την αφήγηση,  εμπλουτισμένη από θραύσματα άλλων ιστοριών, (οι περισσότερες ιστορίες των μεταναστών από την Αλβανία έμοιαζαν πολύ), ακούσματα, εικόνες, εμπειρίες, βιώματα της συνύπαρξης αλλά και βιώματα απολύτως προσωπικά, της δικής μου ιστορίας δηλαδή, μιας ιστορίας μετακινήσεων λόγω των μεταθέσεων του πατέρα μου.

Και η επιλογή της πόλης της Αυλώνας;

Η  Αυλώνα, πατρίδα μιας Αλβανίδας φίλης, έγινε η πατρίδα των ηρώων μου. Μου άρεσε ο ήχος του ονόματός της. Η θάλασσα της Αυλώνας, το παραθαλάσσιο του τόπου, αυτό που μας χωρίζει και ταυτόχρονα  μας ενώνει με τη στεριά,  εξυπηρετούσε την πλοκή της ιστορίας μου  και ήταν μια θερμή βάση, εύφορη λογοτεχνικά, για μένα που γεννήθηκα αλλά και μεγάλωσα σε νησί, σχεδόν μέσα στη θάλασσα. Μπορούσα σε κάποια σημεία να  ταυτιστώ, και σίγουρα να κατανοήσω  και να αναγνωρίσω. Η ζωή στην Αυλώνα εκείνων των χρόνων,  είχε κοινά στοιχεία με τη ζωή στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970,  σε ένα νησί της άγονης γραμμής που βρέθηκα παιδί από  μετάθεση του πατέρα μου, και που παρά το ότι το αγάπησα πολύ, ένιωθα αρκετές  φορές ξένη αφού ήμουν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα και την ευρύτερη οικογένειά μου. Η Αυλώνα επί πλέον, εδώ, στην Ελλάδα, είναι από τις πιο γνωστές πόλεις της Αλβανίας.

Είναι αξιοθαύμαστη η περιγραφική σας διείσδυση στην ψυχοσύνθεση των Αλβανών μεταναστών στη δεκαετία του ‘90 και ειδικά της Αλβανίδας μητέρας. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το κομμάτι που αφορά τα πλαστικά κεσεδάκια γιαουρτιού. Το πλαστικό υλικό στην κομμουνιστική Αλβανία σπάνιζε και σε διάφορα αλβανικά βιβλία μετά την πτώση του καθεστώτος, γίνεται μνεία στα μπουκάλια κόκα-κόλας και σ’ άλλα «ξενόφερτα» είδη που διακοσμούσαν τους μπουφέδες των αλβανικών νοικοκυριών. Πού βασιστήκατε για την περιγραφή των σκηνών της μητέρας που είναι «ερωτευμένη» με τα κεσεδάκια της;

Στην αρχή της έλευσης των Αλβανών μεταναστών οι εικόνες γύρω ήταν σχεδόν σπαρακτικές. Ο χρόνος της προσαρμογής για τους περισσότερους ήταν σκληρός. Δυσκολία εύρεσης εργασίας, κακοπληρωμένη εργασία, απλήρωτη εργασία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα σε γηγενείς και “ξένους” εκδηλωνόταν σε ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας . Οι εικόνες στα σούπερ μάρκετ ανθρώπων που αδυνατούσαν  να μετέχουν στην κατανάλωση ακόμα και των πιο απλών πραγμάτων όπως είναι ένα κεσεδάκι γιαούρτι ήταν συνεχείς. Ταυτόχρονα όλα αυτά τα περιτυλίγματα υψηλού ντιζάιν αποτελούσαν άγνωστο τόπο για εκείνους. Είχαν προαχθεί σε έργα τέχνης κατά κάποιον τρόπο, ή, το λιγότερο, όπως λέτε κι εσείς για τα μπουκαλάκια της κόκα κόλα, σε διακοσμητικά  αντικείμενα με ειδικό βάρος. Το πλαστικό, ως σπάνιο είδος, αντιμετωπίστηκε με δέος, το βλέπαμε, ήταν φανερό.  Οι σκηνές στο βιβλίο με τη μητέρα που είναι προσκολλημένη στη συλλογή της από κεσεδάκια γιαουρτιού είναι επινοημένες , στηριγμένες όμως στην κοινή καθημερινή παρατήρηση.

 Ποια ήταν η  πρώτη γνωριμία σας  με τους  Αλβανούς μετανάστες;  

Η πρώτη γνωριμία  έγινε στο Σχολείο. Οι αλβανικής καταγωγής μαθητές, έφεραν κοντά μας εκτός των άλλων και  τις οικογένειές τους. Ένας ολόκληρος κόσμος από αλλού.  Εδώ, στη χώρα υποδοχής, εκείνα τα πρώτα χρόνια της μετακίνησής τους, θα χρειαστεί πολλές φορές να ξεχάσουν τη γλώσσα τους, ν` αλλάξουν θρησκεία, όνομα, επάγγελμα, να αποσιωπήσουν κομμάτια της ύπαρξής τους,  προκειμένου να κερδίσουν τη νέα τους ζωή.

Τι γνωρίζατε πιο πριν για τον λαό αυτής της γειτονικής χώρας;

Η γνώση δεν ήταν ολοκληρωμένη, έφθανε σε εμάς θραυσματικά. Μέσα από χαραμάδες έβλεπαν το φως εικόνες και ιστορίες. Όλα συνέκλιναν σε τούτο:  Απόλυτη απομόνωση του λαού, εγκλεισμός μέσα στα σύνορα της χώρας, κάτω από την εξουσία του καθεστώτος. Είχα την εμπειρία να ξεφυλλίσω το Αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου της μειονοτικής πληθυσμιακής ομάδας, των ομογενών μας, δηλαδή. Εντυπωσιάστηκα με ένα ποιηματάκι που ήταν η αρχή της  ύλης και από το οποίο θυμάμαι μόνο:

Μάνα μας είσαι κόμμα

Και σε λατρεύουμε

Χρόνια πριν την πτώση του καθεστώτος. Δεν μπόρεσα ποτέ να το ξεχάσω, με ακολουθούσε, σαν να περιείχε το δίστιχο όλη την εικόνα, εκεί.

  Μιλήστε μου για την εμπειρία σας με τους μαθητές σας  αλβανικής καταγωγής.

Ήταν μια εμπειρία πολύπτυχη και βαθιά. Οι αλβανικής καταγωγής μαθητές ήταν στα μάτια μου οι ήρωες ενός πολυκύμαντου ταξιδιού. Γενναίοι έφηβοι που καταλάβαιναν πολύ καλά πως το Σχολείο ήταν ένας σημαντικός κόμβος. Εργατικοί, αφοσιωμένοι, με σθένος, πίστη στο μέλλον, με ευφυία, με δεξιότητες. Της επιβίωσης και του γραμματισμού. Και πάνω από όλα με όνειρα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν υψηλή επίδοση παρά το ότι αντιμετώπιζαν το όριο της γλώσσας. Επιτύγχαναν συνήθως να εισαχθούν, λες και από πάντα γνώριζαν τα Ελληνικά, στις πιο δύσκολες σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τους θαύμαζα για τη στωικότητα και την αξιοπρέπεια με τα οποία αντιμετώπιζαν τις  προκαταλήψεις, τις οικονομικές δυσκολίες, τα προβλήματα της γλώσσας, χωρίς ποτέ να ρίχνουν τον πήχη  κάτω από την επιθυμία τους. Υπομονετικοί και επίμονοι.

Αλλά και οι γονείς τους με τη διακριτική στάση τους μέσα στο σχολείο, την εμπιστοσύνη που μας έδειχναν, την πίστη ότι το σχολείο είναι ένας δρόμος πολύ σημαντικός για τα παιδιά τους, συντελούσαν στην δημιουργία μιας ξεχασμένης αγαπητικής ατμόσφαιρας. Θυμάμαι πάντα την προσδοκία με την οποία ρωτούσαν για το παιδί τους στην αρχή της συνάντησης. «Είναι καλό παιδί;» Αυτό το «παλιομοδίτικο», ας πούμε, ερώτημα, το παρεξηγημένο σήμερα όπου το καλό ταυτίζεται με την υπακοή στους κανόνες, με τη σύμβαση, με συγκινούσε πολύ, γιατί διάβαζα μέσα του τον φόβο της απόρριψης ταυτόχρονα με την ελπίδα της ισότιμης ένταξης . Την διεκδίκηση, με έναν τρόπο, της στοργής που επιθυμούσαν από το σχολείο για τα παιδιά τους, τη δικαίωση του δικού τους πολυμέτωπου αγώνα.

Στο διάβα του χρόνου, πώς μοιάζει αυτή η διαδρομή των Αλβανών μαθητών σας από τα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας σας και ύστερα;

Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσής τους, όπως έχω ήδη πει, οι μαθητές μας αλβανικής καταγωγής ήταν οι γενναίοι ταξιδιώτες ενός  δύσκολου ταξιδιού. Κουβαλούσαν τον φόβο (ο γενναίος έχει φόβο) της απόρριψης, την αμφιβολία, μαζί με το σθένος και την πίστη.  Οι γονείς τους δουλεύοντας σκληρά στήριζαν πολύπλευρα τα παιδιά τους.  Εκείνα, κατάφερναν να αντιμετωπίσουν τις δοκιμασίες, και χωρίς υποχώρηση στη αξιοπρέπειά τους να εκπληρώσουν βασικές επιθυμίες, να κατακτήσουν στόχους. Με το πέρασμα του χρόνου ό,τι είχε εκπληρωθεί γινόταν η βάση για την επόμενη γενιά.  Σήμερα στα σχολεία είναι τα παιδιά εκείνων των πρώτων μαθητών μας. Η ιστορία τους, εμπλουτισμένη με τις ιστορίες των γονιών τους, γράφεται ταυτόχρονα με την ιστορία των Ελλήνων συνομηλίκων τους.

Τι κοινά παρατηρείτε μεταξύ  Ελλήνων και  Αλβανών;

Από την αρχή, από τα πρώτα χρόνια της έλευσης των Αλβανών στην Ελλάδα, ήταν ευδιάκριτο πως αυτό που σιγά σιγά φανερωνόταν δεν ήταν άγνωστο. Οι δυο λαοί είχαν κοινά γνωρίσματα. Επιβιωτικοί με ό,τι καλό και κακό κουβαλά η λέξη, με ορμή για τη ζωή, σθένος, αγάπη για τα γράμματα, πίστη στη μόρφωση ως μέσον κοινωνικής κινητικότητας και εξέλιξης. Οι Έλληνες έβλεπαν σε πολλές πτυχές των νέων κατοίκων  τούς εαυτούς τους μιας παλιότερης περιόδου, περιόδου που ήθελαν να ξεχάσουν. Τους θύμιζαν τη δική τους μετανάστευση, κυρίως στη Γερμανία, κατά τη δεκαετία του `60. Παρά τον κίνδυνο πάντως  μιας εξιδανίκευσης δεν μπορείς να μην παραδεχτείς: Και οι δυο λαοί έφυγαν αποφασισμένοι από τις πατρίδες τους, κάτω από άλλες συνθήκες βέβαια ο καθένας, και ρίχτηκαν με όλη τους τη δύναμη στον στόχο τους: να τα καταφέρουν, να δικαιώσουν αυτή την απόφαση.

Θεωρείτε ότι υπάρχει ουσιαστική αλλαγή στη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους ξένους μετανάστες και ειδικότερα στους Αλβανούς, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητική ομάδα στη χώρα;

Oι συμπολίτες μας αλβανικής καταγωγής δεν αντιμετωπίζονται πια στην Ελλάδα ως επίφοβοι άλλοι. Πέρασε η εποχή που δεν μπορούσες να φέρεις την ελληνική σημαία επειδή ήσουν διαφορετικής καταγωγής μαθητής ακόμα κι αν οι νόμοι το ευνοούσαν. Οι συνθήκες ωρίμασαν, στα χρόνια που πέρασαν δημιουργήθηκαν ακατάλυτοι δεσμοί, γειτονίας, φιλίας, συνεργασίας, αγάπης, έρωτα, συγγένειας. Πολλοί Αλβανοί συμπολίτες μας έχουν μικρές ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις που απασχολούν  Έλληνες εργαζόμενους. Η συνύπαρξη  είναι γεγονός. Δεν είναι οι επικίνδυνοι ξένοι, είναι οι, άξιοι εκτίμησης, συνάνθρωποι. Δεν αλλάζουν πια τα ονόματά τους.  Αυτό έχει να κάνει και με την ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας, με την αποδοχή της γνώσης, μέσα από την πολύχρονη εμπειρία, πως ο «άλλος» δεν είναι εχθρός, αντίθετα μπορεί να γίνει φίλος και συνεργάτης. Μπορείς να μάθεις από την κουλτούρα του, δύνασαι να τον αγαπήσεις. Βέβαια οι εξαιρέσεις ενίοτε καραδοκούν, ο ρατσισμός κρύβεται στα πιο βαθιά μας στρώματα και φανερώνεται με τρόπο απρόσμενο. Και σίγουρα είναι πολλά να γίνουν ακόμα σε επίπεδο νομοθεσίας. Για να επιτευχθεί η πλήρης ισοτιμία. Όσο πιο νέοι είναι οι σχετιζόμενοι τόσο οι διαφορές, με αφορμή την καταγωγή, μειώνονται.

Πιστεύετε ότι αν ξαναγράφατε εν έτει 2023 την ιστορία μιας αλβανικής οικογένειας στη Ρόδο ή σε άλλο μέρος στην Ελλάδα, θα ήταν πολύ διαφορετική η προσέγγιση σας;

Αν την ξανάγραφα θα εστίαζα στο σήμερα. Θα σας πω μόνο το εξής: Πριν λίγες μέρες, στο Εθνικό Θέατρο, παρακολούθησα την συναρπαστική  παράσταση,  «Goodbye, Lindita», μια από τις πιο συζητημένες της χρονιάς,  σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Αλβανού περφόρμερ και σκηνοθέτη  Μάριο Μπανούσι.  Διαβάζω πως ο Μάριο Μπανούσι γεννήθηκε στην Αλβανία το 1998 και ήρθε στην Ελλάδα 6 χρονών. Με το έργο του προσεγγίζει ποιητικά την απώλεια, το πένθος, τον αποχωρισμό. Αν έγραφα σήμερα την ιστορία μιας αλβανικής οικογένειας, θα έγραφα γι` αυτούς τους νέους ανθρώπους, τους λουσμένους μέσα στο φως της τέχνης κι όχι μόνο, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει αντίστοιχα σε μιαν άλλη Αλβανία, σε μιαν άλλη Ελλάδα. Πώς μπολιάστηκε το ψυχικό τοπίο, η κουλτούρα, από το πέρασμα του γεμάτου ποικίλες  εμπειρίες, τραυματικές και όχι μόνο, χρόνου;

Πως νιώθετε που οι ήρωες σας ταξίδεψαν πρόσφατα μέσω των Εκδόσεων Mediaprint στη χώρα καταγωγής τους;

Νιώθω ευτυχία και μεγάλη συγκίνηση. Θέλω από εδώ να ευχαριστήσω εκ βάθους τις εκδόσεις Μediaprint για την εξαιρετική συνεργασία, τη λεπτομερή  φροντίδα για κάθε λεπτομέρεια της έκδοσης, τον υψηλότατο επαγγελματισμό. Τον ζωγράφο Stefan Taci για την παραχώρηση του έργου που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου μας. Τις εκδόσεις Κέδρος στην Ελλάδα για την κάθε διευκόλυνση. Θα ήθελα ακόμα να πω, ότι χωρίς τη μετάφρασή σας, αγαπητή Ελεάνα Ζιάκου, δεν θα ήταν δυνατό αυτό το ταξίδι του βιβλίου στη χώρα και στη γλώσσα των ηρώων του. Σας είμαι ευγνώμων  γι` αυτό.

Add new comment

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Lines and paragraphs break automatically.